- ναΐφ
- Αυτοδίδακτοι ζωγράφοι που δημιουργούν τα έργα τους έξω από τα επίσημα πολιτιστικά και καλλιτεχνικά πλαίσια. Ονομάζονται επίσης νεοπριμιτίφ, ζωγράφοι της Κυριακής, λαϊκοί ζωγράφοι της πραγματικότητας, ή ζωγράφοι της Σακρέ Κερ (από την ομώνυμη εκκλησία της Moνμάρτρης στο Παρίσι). Την τελευταία ονομασία έδωσε ο Βίλχελμ Ούντε σε μια ομάδα Γάλλων ν. ζωγράφων (τη Σεραφίν Λουί, τους Βιβιάν Μποσάν, Μπομπουά, Περονέ), τους οποίους ανακάλυψε και παρουσίασε σε μια έκθεση στο Παρίσι το 1928. Οι ν. ζωγράφοι δεν αποτελούν σχολή ή συγκεκριμένο ρεύμα, αλλά εργάζονται ατομικά, χωρίς να απασχολούνται με προβλήματα ύφους και εκφράζουν ο καθένας την ατομική του αισθησιακή ή ονειρική πραγματικότητα, με τρόπο απλό, υπαγορευόμενο από τους στοιχειώδεις ψυχολογικούς νόμους. Οι ν. ζωγράφοι έχουν διαφορετικών ειδών επαγγελματικές απασχολήσεις που ζωγραφίζουν από μια ενστικτώδη ανάγκη έκφρασης, όπως τα μικρά παιδιά.
Ο μεγαλύτερος εκπρόσωπος της ν. ζωγραφικής είναι ο Ανρί Ρουσό (1844 – 1910), ο τελώνης. Τα έργα του παρουσιάζουν σκηνές της καθημερινής ζωής (Γάμος στο χωριό, Παίκτες μπάλας) και φανταστικές σκηνές (Το όνειρο της Εδβίγης, Η κοιμισμένη τσιγγάνα, Η γητεύτρια των φιδιών). Μετά την επιτυχία του Ρουσό αναγνωρίστηκαν και άλλοι Γάλλοι ζωγράφοι ν.
Εκτός από τη Γαλλία, ανακαλύφθηκαν από την κριτική και το κοινό πολλοί ν. ζωγράφοι και σε άλλες χώρες: στην πρώην Γιουγκοσλαβία (ο Iβάν Τζενεράλιτς), στη Γερμανία (ο Όλουφ Μπράρεν), στη Ρωσία, στην Αμερική, στην Πολωνία, στη Μεγάλη Βρετανία, στην Ιταλία κ.α.
Στην ομάδα των Γάλλων «ναΐφ» ζωγράφων, που ανακάλυψε και παρουσίασε το έτος 1928 σε μια έκθεση στο Παρίσι ο Γερμανός κριτικός Βίλχελμ Ούντε, ανήκε και ο Καμίλ Μπομπουά, που παρουσιάζει στενή συγγένεια με τον Ρουσό, όπως φαίνεται από το έργο του «Το δάσος της Βενσέν» (Συλλογή Γκεζ, Γενεύη).
* * *ο, ηάκλ.1. αυτοδίδακτος καλλιτέχνης, κυρίως ζωγράφος, τού οποίου η τέχνη δεν ακολουθεί τους καθιερωμένους αισθητικούς κανόνες2. ως επίθ. φυσικός, απλοϊκός, αυθόρμητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. naif «απλοϊκός» < λατ. nativus «φυσικός» < λατ. natus < λατ. nascor «γεννιέμαι»].
Dictionary of Greek. 2013.